λώλαμα

λώλαμα
το, -ατος
η τρέλα, η λωλάδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λώλαμα — το [λωλαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λωλαίνω, λωλάδα, ξεμώραμα …   Dictionary of Greek

  • λωλαμός — ο [λωλαίνω] λώλαμα, ξεμώραμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”